φιλιώνω

φιλιώνω
φιλιῶ, -όω, ΝΜΑ [φίλιος]
νεοελλ.
1. αποκαθιστώ τις αγαθές σχέσεις μεταξύ δύο ή περισσότερων ανθρώπων, συμφιλιώνω
2. (αμτβ.) συμφιλιώνομαι («φίλιωσαν μετά από δέκα χρόνια»)
μσν.-αρχ.
κάνω κάποιον φίλο μου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φιλιώνω — φιλιώνω, φίλιωσα, φιλιωμένος βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • φιλιώνω — φίλιωσα, φιλιώθηκα, φιλιωμένος 1. μτβ., συμφιλιώνω, συμβιβάζω: Ήταν μαλωμένοι, αλλά τους φίλιωσα. 2. αμτβ., συμφιλιώνομαι, τα φτιάχνω: Τα αδέρφια, κι αν μαλώνουν, πάλι φιλιώνουν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μονοιάζω — (Μ μονοιάζω) βρίσκομαι σε αρμονική συμβίωση ή σε αγαθές σχέσεις με κάποιον, συμφωνώ, ομονοώ («κι όλ οι πλανήτες τ ουρανού την όρεξ ας κινήσου ρηγάδω να μονοιάσουσι, να τόνε πολεμήσου», Ερωτόκρ.) νεοελλ. 1. συμφιλιώνω ανθρώπους μεταξύ τους («τούς… …   Dictionary of Greek

  • φίλιωμα — και φιλίωμα, το, Ν [φιλιώνω] συμφιλίωση …   Dictionary of Greek

  • φελιάζω — και φηλιάζω Ν 1. ράβω τεμάχιο υφάσματος σε ένδυμα 2. (σχετικά με φυτά) μπολιάζω, εγκεντρίζω 3. (γενικά) συναρμόζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, ο τ. προέρχεται από τη λ. θηλιάζω «κάνω θηλειά, κουμπώνω, θηλυκώνω», με τροπή τού θσε φ (πρβλ. θηκάρι:… …   Dictionary of Greek

  • φιλιάζω — ΝΑ [φιλία] νεοελλ. 1. (αμτβ.) συμφιλιώνομαι, φιλιώνω 2. (μτβ.) συνταιριάζω αρχ. 1. είμαι ή γίνομαι φίλος κάποιου 2. (το θηλ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως κύριο όν.) Φιλιάζουσαι τίτλος μίμου τού Ηρώνδα …   Dictionary of Greek

  • φιλιώ — όω, ΜΑ βλ. φιλιώνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”